εκχλοιούμαι

εκχλοιούμαι
ἐκχλοιοῡμαι (-όομαι) (Α)
1. χλωραίνομαι
2. γίνομαι χλομός, ωχρός («αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῡνται», Ιπποκρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”